βεβώς

βεβώς
βεβώς, [full] βεβῶσα,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βεβώς — βαίνω walk perf part act masc nom/voc sg βαίνω walk perf part act masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • τηλόθεν — και αιολ. τ. πήλοθεν και μσν. τ. τηλῶθεν ΜΑ επίρρ. 1. από μακριά, από ξένη χώρα («οὐδ ἀπέδωχ ἵππους, ὧν εἵνεκα τηλόθεν ἦλθεν», Ομ. Ιλ.) 2. πηλόθι*, πολύ μακριά («τοῡ φιλτάτου σοι τηλόθεν παιδὸς βεβώς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. ό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”